«Ένα καράβι παλιό, σαπιοκάραβο, με κάτι ναύτες τρελούς πειρατές, σηκώνει άγκυρα άγριο χάραμα, υπάρχουν θέσεις, αν θέλεις, κενές».
Σαράντα χρόνια έφηβος ο Βασίλης, εικοσιπέντε εγώ… όσο για το κατάμεστο Θέατρο Πέτρας, αν προσέθετα όλες τις εφηβείες που είδα, θα είχαμε θέμα με τον Τσίπρα διότι θα ανέβαζε την ηλικία συνταξιοδότησης άλλα σαράντα χρόνια πάνω.
Ας αφήσω όμως τον Αλέξη με τους τριακόσιους… ανεγκέφαλους και ας περάσω σε μια μαγική βραδιά Τετάρτης, όπου ξενυχτήσαμε, τραγουδήσαμε (την επομένη ήμουν με νοήματα, η φωνή είχε χαθεί), που βγάλαμε τα σώψυχά μας, θυμηθήκαμε, δακρύσαμε, ενωθήκαμε σαν λαός κάτω από τον ανοικτό ουρανό και υπό τη μουσική σκέπη του Βασίλη και του Γιάννη.
Ανέβηκαν και οι δύο μαζί στη σκηνή για να αφιερώσουν τη βραδιά στο φιλαράκι τους που έφυγε νωρίς, το Σάκη Μπουλά και τραγούδησαν μαζί με όλους εμάς «Το Φλασάκι». Μετά από αυτό το συγκινητικό κομμάτι παίρνει τη σκυτάλη ο Γιάννης, ο οποίος δεν μας άφησε άντερο (επίτηδες το κάνει, είμαι σίγουρη μετά από τόσα χρόνια που τον παρακολουθώ, στοιχηματίζει κάθε φορά πως θα μας στείλει, γι αυτό και ο χώρος είχε γεμίσει διασώστες, σας λέω, φως φανάρι).
Τραγούδια για έρωτες, πολιτική, κοινωνικά θέματα (τι; Νομίζατε ότι δεν είχε κουλτούρα; Μέγα λάθος, βιώσαμε δακρυσμένοι τον πόνο της παρθένας, όχι δεν αποκαλύπτω άλλα, να πάτε να δείτε τις συναυλίες), τραγούδια για το περιβάλλον, για τον κοινωνικό αποκλεισμό των καραφλών. Ακούσαμε ιστορίες, αλλά αυτό που με συγκλόνισε ήταν το τραγούδι με την κόρη του Ελεονόρα, όπου ο Γιάννης είχε ρόλο μεταφραστή στη νοηματική! Καταφέρνει να σε κερδίσει από τα πρώτα λεπτά, έχει μπρίο, έχει υφάκι που σαγηνεύει και ένα απίστευτο αγγλικό θα έλεγα χιούμορ όπου σε κάνει να γελάς με τα παθήματά σου.
H Μαίρη Μπρόζη στο βιολί, ο Ανδρέας Αποστόλου στα πλήκτρα και την ενορχήστρωση, ο Γιάννης Αυγέρης στην κιθάρα και στα πνευστά, ο Βαγγέλης Πατεράκης στο μπάσο και ο Στέφανος Δημητρίου στα τύμπανα, τραγούδησαν και το έριξαν έξω, καθώς υπό το αμείλικτο βλέμμα του Γιάννη εκτέλεσαν χρέη χορευτών. Ο Βασίλης μας έδωσε ανατριχιαστικές στιγμές, τραγουδώντας όλα σχεδόν τα παλιά αγαπημένα τραγούδια, με μικρές μουσικές αλλαγές, άλλα η ουσία είναι πως το κοινό παραληρούσε καθόλη τη διάρκεια του τρίωρου που έπαιξαν.
‘Εφηβα Γεράκια, Σ’ ακολουθώ, Βικτώρια, Δεν Υπάρχω, Να κοιμηθούμε αγκαλιά, Χαιρετίσματα, Γουίλι, Σφεντόνα, Κουρσάρος, Δεν πάει άλλο, Πριν το τέλος, Ελλάς, Μικρές Νοθείες, Πόρτο Ρίκο, Έχω ανάγκη, Για το Παράδεισο, Στέλλα, Φυσάει, Καμπαρτίνα, είναι μερικά από τα τραγούδια που ακούστηκαν.
Καπνογόνα, φωνές, συνθήματα «Βασίλη, ζούμε για να σ’ ακούμε», με ένα κοινό τόσο ζωντανό που δεν είχε καμία διάθεση να πάει σπίτι του. Παρόλη τη ψύχρα της βραδιάς το κοινό ήταν ζεστό και πορωμένο, άλλωστε στο Βασίλη δεν μπορείς να μείνεις απαθής ποτέ. Είναι ο τρόπος που τραγουδά, είναι το πάθος που σου μεταδίδει, είναι ο δικός μας Ροκάς, ο δικός μας θρύλος της ελληνικής μουσικής σκηνής που θα ακολουθούμε μια ζωή! Είναι ο άνθρωπος που αντιπροσωπεύει την κοινωνία ολόκληρη. Είναι η εφηβεία, τα όνειρα, οι φοβίες και οι αξίες μας.
Ένα είναι σίγουρο, «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη», πάντα θα ανταμώνουμε και «Άντε να λύσουμε, να ξεκινήσουμε και τους βαρέθηκα, δεν τους μπορώ, να ξενυχτήσουμε και να μεθύσουμε, να τους ξεχάσουμε όλους εδώ»…
Τελεία και παύλα!
Μαίρη Ζαρακοβίτη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου